εξεταστής

εξεταστής
ο (θηλ. εξετάστρια) (AM ἐξεταστής) [εξετάζω]
νεοελλ.
1. αυτός που εξετάζει την απόδοση μαθητών, υποψηφίων κ.λπ.
2. εκείνος που έχει την τάση να ελέγχει τους άλλους
αρχ.-μσν.
κριτής, δικαστής
αρχ.
1. ελεγκτής δημόσιων λογαριασμών
2. (στην Αθήνα) αυτός που είχε ως καθήκον να ελέγχει τη μισθοδοσία τών μισθοφορικών στρατευμάτων.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ἐξεταστής — examiner masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εξεταστής — ο θηλ. άστρια 1. αυτός που εξετάζει, που κάνει εξέταση (σπουδαστών). 2. αυτός που ελέγχει τους άλλους, ελεγκτής: Εξεταστή σε βάλανε για το τι κάνω εγώ; …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἐξετασταῖς — ἐξεταστής examiner masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐξετασταί — ἐξεταστής examiner masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐξεταστοῦ — ἐξεταστής examiner masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐξεταστῇ — ἐξεταστής examiner masc dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐξεταστήν — ἐξεταστής examiner masc acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐξεταστῶν — ἐξεταστής examiner masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐξεταστά — ἐξεταστά̱ , ἐξεταστής examiner masc nom/voc/acc dual ἐξεταστής examiner masc voc sg ἐξεταστής examiner masc nom sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐξεταστάς — ἐξεταστά̱ς , ἐξεταστής examiner masc acc pl ἐξεταστά̱ς , ἐξεταστής examiner masc nom sg (epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”